χάσκα

χάσκα
η, Ν [χάσκω]
1. παιχνίδι κατά το οποίο κάθε παίκτης προσπαθεί να πιάσει με το στόμα ένα φρούτο ή γλύκισμα που κρέμεται με κλωστή από μια οροφή και αιωρείται
2. (ως επίρρ.) χάσκα
με ανοιχτό το στόμα
3. παροιμ. «άλλος πάσκα κι άλλος χάσκα» — λέγεται όταν ορισμένοι, που έχουν τη δυνατότητα, απολαμβάνουν κάτι, ενώ οι άλλοι τούς παρακολουθούν και μένουν με την όρεξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χάσκα — η 1. είδος παιχνιδιού, κατά το οποίο καθένας από τους παίχτες προσπαθεί να συλλάβει με το στόμα του γλύκισμα που κρέμεται με κλωστή. 2. ως επίρρ., με ανοιχτό το στόμα, πειναλέα. 3. παροιμ., «άλλος Πάσκα κι άλλος χάσκα», άλλοι τρώνε κι άλλοι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”